- φιλομαθῶ
- φιλομαθέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)φιλομαθέωpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλομαθώ — έω, ΜΑ [φιλομαθής] είμαι φιλομαθής … Dictionary of Greek
συμφιλομαθώ — έω, Α είμαι και εγώ φιλομαθής, αγαπώ επίσης τη μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλομαθῶ (< φιλομαθής)] … Dictionary of Greek